θεομίσητος

θεομίσητος
-η, -ο (AM θεομίσητος, -ον)
αυτός που μισείται από τον θεό ή τους θεούς («η θεομίσητη Διχόνοια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -μισητός (< μισώ), πρβλ. αξιο-μίσητος, λαο-μίσητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεομίσητος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομίσητος — η, ο ο πολύ μισητός, ο ασεβής, ο θεοκατάρατος: Θεομίσητη πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεομίσητον — θεομίσητος masc/fem acc sg θεομίσητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομισήτου — θεομίσητος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομισήτους — θεομίσητος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομισήτῳ — θεομίσητος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομίσητοι — θεομίσητος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχθροδαίμων — ἐχθροδαίμων, ον (Α) αυτός που μισείται από τους θεούς, ο θεομίσητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + δαίμων] …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεομισητία — θεομισητία, ἡ (Α) [θεομίσητος] η θεοισεχθρία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”